φοδραρίζω

φοδραρίζω
Ν
φοδράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοδράρω, κατά τα ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοδραρίζω — βλ. φοδράρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοδράρισμα — το, Ν [φοδραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοδραρίζω, ράψιμο φόδρας 2. εσωτερική επένδυση …   Dictionary of Greek

  • φοδράρω — και φοδραρίζω (λ. ιταλ.), φοδράρισα και φόδραρα, φοδραρίστηκα, φοδραρισμένος, μτβ. 1. επενδύω εσωτερικά με φόδρα ρούχο: Το γελεκάκι που φορείς... το χω φοδραρισμένο. 2. επενδύω εσωτερικά οτιδήποτε: Κιβώτιο φοδραρισμένο με τσίγκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”